Κυριακή 29 Μαρτίου 2009



Ήταν μια δύσκολη βδομάδα αυτή για μένα και την κατάλαβα σήμερα όπως ήμασταν μαζεμένοι, όλη η παρέα.
Τελικά αυτό που αγνοώ περισσότερο είναι οι θλίψεις μου.
Έχω έναν πολύ αγαπητό και καρδιακό φίλο, με μία φιλία που μετράει από τότε που ήμασταν μαζί σε κάποιο θεατρικό εργαστήρι.
Εικοσάχρονα τότε, που όλα τα νομίζαμε ότι ήταν δρόμος.

Δέκα απλωτές και βρισκόμασταν στην Αίγινα.
Δέκα στενά παρακάτω σε μπαράκι με οινοπνεύματα και αναρίθμητα γέλια.
Δέκα σκεπές παραπέρα σε σπίτι αγαπημένο.
Ένα βήμα και φιλί σε χείλη καταδικά σου.

-Τότε, ποτέ δε ρωτήσαμε 'Αγγελε ο ένας τον άλλον, "όλα δρόμος είναι τελικά", "και το ταξίδι χωρίς προορισμό, ο προορισμός μας μόνο"?



Είχε λιακάδα σήμερα. Από τις μέρες αυτές που φαντάζουν τόσο οικείες, που θα θελες, αν μπορούσες, να τις ρώταγες το όνομά τους...
Να τις χαϊδέψεις και να σε χαϊδέψουν και να τις φορέσεις κατάσαρκα πάνω σου, για συντροφιά.

Μετά από έναν μεγαλειώδη καφέ στο Σούνιο, η επόμενη στάση μας ήταν σε έναν μικρό κολπίσκο λίγο παραπέρα.
Όλοι κατάχαμα οκλαδόν, να μαζεύουμε ήλιο, γαλάζιο αέρα και τα δικά μου τα μάτια να γεμίζουν θάλασσα.

"Λίγο ακόμα" να φωνάζει το μυαλό, "λίγο ακόμα να στριμωχτεί κι άλλο αλάτι στις άκρες τους".

Πόσο αλλιώτικα φαινόντουσαν όλα μετά και πόσο δύσκολη ξεμύτισε μπροστά μου, η βδομάδα που πέρασε.
Θα θελα να της έλεγα, να πάει να γαμηθεί και μετά να της γελάσω αυθάδικα,σαρδόνια να της τρίξω τα δόντια, κατεβάζοντας της τα μάτια μου.
Όχι από συστολή, αλλά από θέατρο.
Να της χάλαγα τη φαντασίωση που είχε πλάσει για μένα.


-" 'Άγγελε, με δέκα απλωτές, περνάμε απέναντι"?

"Αν όχι Άγγελε"...

"Με ένα πλακουτσωτό πετραδάκι, σου κάνω δέκα γκέλ πάνω στη θάλασσα"...




Τετάρτη 25 Μαρτίου 2009

Un-Titled



Κλείνεις το τελευταίο φως που έχει μείνει ανοικτό και τελευταία την τηλεόραση. Νύχτωσε στο σπίτι.
Ένα δαπέδου μόνο έχεις αφήσει να φωτίζει, ίσα για να μπορείς να ξεμπερδέψεις με το σκοτάδι που έχει γεμίσει σκιές τριγύρω το χώρο.
Μια κάφτρα σιγοκαίει κοντά στο στόμα και εσύ να σκέφτεσαι, πόσο χωράει μια ζωή σε μία παρομοίωση μέσα.

Εξ ανέκαθεν μου άρεσαν οι μεταφορές και όλα αυτά τα τερτίπια της γραμματικής που τα είχα αφορίσει, σαν τα μάθαινα, όταν ήμουν μικρή.

Αλλά η παρομοίωση υπήρχε, όταν ένα -χ- μουτζούρωνε το στόμα μου και καλούσα τους κανόνες να ξύσουν τις λέξεις για να υπάρξουν.

"Εξ ανέκαθεν σου άρεσαν οι μεταφορές και όλα αυτά τα τερτίπια της γραμματικής που τα είχες αφορίσει όταν ήσουν μικρή"

Και αυτό το β' ενικό που χρησιμοποίησα τώρα?

Είδες πως αλλάζει όλη την πρόταση? Έχει την τάση να το αγαπήσεις αυτό το "εσύ", να το αγκαλιάσεις ή να το κάνεις μια παρομοίωση γιατί σου φαίνεται ύπουλο. Μια καλυμμένη απειλή . Να το αλλάξεις σε κάτι πιο οικείο ή κάτι τελείως ξένο απο σένα.
Άλλον εννοεί ο ποιητής".
Αλλά αυτά τα δύο, το ίδιο πράγμα δεν είναι? Λέω εγώ τώρα. Και τα δύο σκληρά είναι. Ή θα αγκαλιάσουν ή θα γαμήσουν όλον τον κόσμο.
Και αυτή ακριβώς η απροσδιοριστία είναι που σε κάνει να αναρωτιέσαι προς τα που θα πέσει το νόμισμα.

Θα θέλα να χαμογελάσω τώρα, που τέτοια ώρα με τα μάτια μου να κλείνουν, εγώ κάθομαι και γράφω για παρομοιώσεις, και δεύτερο ενικό.
Αλλά δε θα το κάνω.
Κάπου διάβασα ότι υπάρχουν δύο ειδών χαμόγελα, ένα πριν, που ο κόσμος ήταν όρθιος και ένα μετά, που είχε αναποδογυρίσει.

Εσύ πιστεύεις κάτι τέτοιο?

Γιατί εγώ δεν πρόκειται να χαμογελάσω τώρα που το θυμήθηκα..

Μια αγκαλιά όμως θα την ήθελα, έστω και σε δεύτερο ενικό δοσμένη.









Κυριακή 22 Μαρτίου 2009

"LuLLaBy"

Αποκοιμήσου...

Απόψε ειδικά με την άνοιξη να παίζει live
και τις νύχτες χωρίς βαρύτητα.
Οι ουρανοί τι μπορούν να προσθέσουν στις ιδέες μας?

Απόψε ειδικά την κατανόησή τους...
που δεν υπάρχουν μάτια, παρά μόνο για γή να ρέει μέσα.

Να ανακατεύεται, να παιδεύεται, να φουσκώνει και να παλλινδρομεί
Στα πιο απόμερα μειλίχια μέρη.














Αποκοιμήσου...

Να έρθουν οι λέξεις να καταλάβουν
τη γύμνια τους
Να ψελλίσουν τις αδυναμίες τους


Αποκοιμήσου...

Είναι και αυτή η πανσέληνος και σε απορροφάει.
Η μοναδική τελεία, που αν και χωρίς κάθετη γραμμή, δεν είναι παρά ένα θαυμαστικό.















Αποκοιμήσου.
..
Είσαι γυναίκα υπό το κράτος της επιθυμίας άλλωστε,
δεν λέγονται τα πράγματα με το όνομά τους...


Αποκοιμήσου...
και η νύχτα θα σιγολιώνει σαν ειδυλλιακή καρτ ποστάλ,
σαν κουβέντες που μόλις αγαπήθηκαν...

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2009

"Aρνητικό Ονείρου"



"Και εσύ το ίδιο με κοιτάς, όπως προχωράμε στο σκοτεινό διάδρομο.
Τα τακούνια που φοράω και τα μισώ, κάνουν τα αυτιά μου να περιμένουν τον χτύπο τους σε κάθε μου βήμα"

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

Το ξέρεις ότι δε βλέπω όνειρα πια όταν κοιμάμαι?
Είναι η αναμνηστική δόση από μια δική μου αμνησία που έχω καθιερώσει.
Ακόμα και αν τύχει και ξυπνήσω προσπαθώντας να θυμηθώ, τότε ξέρω ότι κάτι είδα και μένει εκεί.. σαν τη γεύση από τσιγάρο που έχει καταλαγιάσει στο στόμα.
Και όμως... την τελευταία βδομάδα, απλά θυμήθηκα...

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -- - - - - - - -

"Προχωρούσαμε μαζί σε αυτόν το διάδρομο, με τον ήχο των τακουνιών μου να ακούγεται ρυθμικά σε κάθε μου βήμα (με εκνευρίζουν τα τακούνια).
Με κοιτάς με αυτή τη λάμπα που έχεις στα μάτια και με κάνεις να φαίνομαι σαν σκοτεινό δωμάτιο που φωτίζεται για να εκτυπωθεί το αρνητικό μου."

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

Δεν ξέρω αν είσαι καλά.
Σε είδα στο όνειρό μου και ήσουν εσύ, αλλά όχι εσύ.

Θολός ήσουν...
Με σκούρα γκρι, μακρυά δάκτυλα και νύχια.
Το θυμάμαι αυτό, άρα ήσουν στο όνειρο και εσύ μέσα.

Αχνός ήσουν...
Με γκρι μακρυά, αγανά μαλλιά και μάτια.
Αχνά-γκρι και αυτά, σαν τα δάκτυλά σου.
Το θυμάμαι και αυτό, άρα ήσουν στο όνειρο και εσύ μέσα.

Και δε μου άρεσε που θυμήθηκα το όνειρο αυτό.
Δεν ήταν καλό... δεν ήσουν καλά...

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

"Άλλαξε ο βηματισμός σου και άνοιξες ένα δωμάτιο μπροστά.
Υπάρχει νικοτίνη, προστακτική αορίστου, μέσα σε σβησμένα αποτσίγαρα που πετάχτηκαν.
Οι κουρτίνες είναι σκούρες και οι σκιές τους στενεύουν τον χώρο που στεκόμαστε.
Σκουραίνεις και εσύ, ακόμα πιο πολύ.
Δε θέλω να βρισκόμαστε εδώ.
Με ακούς και σε βλέπω ξαφνικά να φοράς γαλάζια ρούχα και να κουνάς τα μακρυά σου γκρι δάκτυλα, σα μέσα σε ατμό, για να φτιάξεις μια πραγματικότητα.

"Ξέρεις" σου είπα, " η πραγματικότητα είναι η καλύτερη επινόηση για τα αρνητικά φωτογραφιών που δεν εκτυπώνονται".

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

Και τότε ξύπνησα με τα βλέφαρά μου να πονάνε.
Και θυμήθηκα...
Και πήρα φύλλα χαρτί στα χέρια και μπογιές πολλές... να πιέζω σκληρά τα χρώματα πάνω στις λευκές κόλλες.

Γιατί θυμήθηκα...

" Ότι η πραγματικότητα είναι η καλύτερη επινόηση"



Οι γαλάζιες μου πιτζάμες γέμισαν χρώματα






Τρίτη 17 Μαρτίου 2009

" 'Ασιμος"



Πρίν 11 χρόνια, σαν σήμερα, απόφασισε ότι ήταν η κατάλληλη μέρα για να "φύγει" ο Νικόλας...
'Ίσως και να το είχε σχεδιάσει απο την "αρχή" αυτό...
Αλλά "έφυγε" όταν το θέλησε εκείνος, σαν κανονικός παραβάτης...
Ο Νικόλας, ήταν αυτός που κατάλαβε τη θλίψη που μπορεί να κρύβει μια αγκαλιά...
Και την έκανε τραγούδι...

Είναι απο τα αγαπημένα μου... όχι μόνο, γιατί αναφέρεται το ονομά μου...

Για τον Νικόλα, που 11 χρόνια τώρα "ζει".



"Λίνα"


"Λίνα, Λίνα μη λυπάσαι,
Λίνα, Λίνα μη φοβάσαι,
Λίνα, Λίνα πως κοιμάσαι,
Μόνη σου, παναθεμάσε


Φεύγει και έρχεται ο καλός σου
Πως να βρείς τον εαυτό σου
Δεν αξίζει τόσο όσο,
Η ζωή και ο θανατός σου


Πες μου ένα ψέμα
Ν' αποκοιμηθώ
Μονάχα για σένα
κάνω το χαζό.


Πια δεν έχω άλλο χρόνο
να σου εξηγώ
Δύσκολα τελειώνω
Μ' ότι αγαπώ..."






Κυριακή 15 Μαρτίου 2009


Υπήρξε κάποτε "μία", που όταν άκουγε ιστορίες άλλων ανθρώπων, αναγνώριζε κομμάτια δικά της να υπάρχουν μέσα τους...
Όχι τα κομμάτια τα γνωστά που ταυτίζεσαι με εκείνα όποτε τα ακούς να στα αφηγούνται ή τα διαβάζεις μονορούφι σαν φραπέ κρύο καφέ, ένα καλοκαιρινό καταμεσήμερο ντάλα στον ήλιο...

Όχι έτσι... θα σας διέψευδε κοροϊδευτικά, περιπαιχτικά, ειρωνικά, ή με όποιο παραπλήσιο τρόπο γνώριζε.

Σουφρώνοντας ταυτόχρονα, χείλια, μάτια και φρύδια με τέτοιο ανεπαίσθητο τρόπο για να μη σας προσβάλει κιόλας...




Λοιπόν, όσο και να μη με πιστέψετε, αυτή η "μία" όταν άκουγε ιστορίες άλλων ανθρώπων που αναγνώριζε να υπάρχουν δικά της κομμάτια μέσα τους, πίστευε ότι τα κομμάτια αυτά τα δικά της, ήταν αληθινά και παλλόντουσαν σαν οποιαδήποτε άλλα ζωντανά πλάσματα με σάρκα και οστά!

Ναι... έτσι ακριβώς...

Και μη γελάτε... ούτε καν να μειδιάτε γιατί... έτσι ήταν... κάθε ένα κομμάτι από όλα όσα ταυτιζόταν με την ύπαρξή της, εκείνα γεννιόντουσαν από το πουθενά και ήταν ζωντανά.

Είχε αναγνωρίσει στην ιστορία κάποιου μια "μικρούλα". Μια "μικρούλα" που πάντα ακούει αλλά ποτέ δεν αποκαλύπτει το παραμικρό σε κανέναν.

Κάθε πρωί αυτή η "μικρούλα" είχε τον απόλυτο έλεγχο για κάθε αχτίδα που κυκλοφορούσε με το πρώτο χάραμα.


Ήταν ο φύλακας και ο διαχειριστής της μέρας και όλου του φωτός που κυκλοφορούσε, ακόμα και κάθε μικρού κβάζαρ που υπήρχε στριμωγμένο στην άκρη του σύμπαντος και μπορούσε να εκπέμπει έστω και την πιο μικρή απειροελάχιστη ποσότητα από... φώς...

Κάθε πρωί εκείνη η "μικρούλα" το φιλτράριζε κατά τη διαδρομή του όπως ξεχυνόταν κατά μήκος της άκρης των στεγών, όπως φώτιζε και δημιουργούσε σκιές κατά το πέρασμά του μέσα από δέντρα... πάνω στις υδρορροές προσώπων που έχουν κλάψει.




Η "μικρούλα" λοιπόν, ξυπνούσε κάθε μέρα μόνη της και ξεκλείδωνε όλες τις ποσότητες φωτός που τις φύλαγε κάθε βράδυ σε μεγάλα δωμάτια. Άκουγε αυστηρά και υπομονετικά κάθε ένα αίτημα για παραπάνω αχτίδες, για παραπάνω μέρα, στη ζωή κάποιου και εκείνη έκανε τη διανομή.

Αλλά όφειλε να είναι πολύ προσεχτική στις αιτήσεις των ανθρώπων για παραπάνω φώς.




Πριν, όχι πολύ καιρό από τότε, σε μια στιγμή από απείθαρχο πάθος, η "μικρούλα" έδωσε σχεδόν, όλα τα αποθέματα φωτός που είχε.


Τηλέφωνα χτυπούσαν ασταμάτητα τότε. Ήθελαν να την ευχαριστήσουν για το έξτρα φως που τους χάρισε αλλά εκείνη δε μπορούσε να απαντήσει σχεδόν σε καμία από τις κλήσεις.
Μόνο τα μαγουλά της φούσκωναν και ξεφούσκωναν σαν ένα νευρικό ψάρι.

Όπως είπα και στην αρχή της ιστορίας της, ήξερε να ακούει αλλά όχι να αποκαλύπτει το παραμικρό στον οποιονδήποτε. Και έτσι το μόνο που της έμενε να κάνει, ήταν να εισπνέει και να εκπνέει σαν ψάρι και όταν έβλεπε ότι έπρεπε να μιλήσει ίσως και να κουτρουβαλίωταν στο μικρό δωμάτιο που εκεί φύλαγε τις πρώτες πρωινές ώρες της μέρας και να έκλεινε τα μάτια της και τα αυτιά της, μέχρι να περάσουν οι πολλές ομιλίες και τα λόγια.

Κάθε βράδυ που η μέρα έδυε, εκείνη σιγά-σιγά μάζευε το φώς στα ιδιαίτερα δωματιά του και μετά σημάδευε τη νύχτα, άστρο παρά άστρο...


Αυτή η "μία" όταν άκουσε και την τελευταία λέξη από την ιστορία αυτού του "κάποιου", γέλασε με ένα χαμόγελο να χαράζει το πρόσωπό της από την μια πλευρά έως την άλλη.


Τώρα πλέον γνώριζε... αλλά, ήδη άκουγε να τη φωνάζουν για να επιστρέψει πίσω στο δωματιό της...



Γιατί άκουσε αυτόν που διηγόταν την ιστορία και που ζωντάνεψε στο τέλος, ότι η "μικρούλα", αυτή ντέ, που ήταν το γενικό κουμάντο στη διανομή του φωτός, ξεκίναγε να μαζεύει κάθε ίχνος φωτός, όταν ο ουρανός έπαιρνε τα χρώματα απο τις πυζάμες του Edgar Alla Poe... αν και ήταν σίγουρη όμως, ότι αυτό ή κάτι παρόμοιο, το είχε διαβάσει κάποτε σε ένα βιβλίο του Robbins...






Και πριν προλάβει να σκεφτεί κάτι παραπέρα, βρέθηκε μαζί με άλλες "μία" σαν και εκείνη, στο δωματιό της για... ύπνο...


Ο ουρανός είχε ήδη πάρει το χρώμα απο τις πυζάμες του Poe, όταν πλέον "κοιμήθηκε"...










Τρίτη 10 Μαρτίου 2009

"Είμαι ένα τοπίο εγώ"... είπα...





"Είμαι ένα τοπίο εγώ", είπε...
"ένα τοπίο και μία φιγούρα που περπατάει στο τοπίο αυτό, είμαι,
υπάρχουν βράχια εκεί και πράσινα χαρούμενα ανοίγματα μέσα στη καφέ μελαγχολία.
"Είμαι ένα τοπίο και το κορμί μου δεν χωράει πλέον στον χειμώνα. Το περπάτημα μου είναι σαν να κολυμπάς μέσα σε μπλου τζήν και μακό φανέλες".

"Είμαι ένα τοπίο εγώ"... είπε...
"ένα τοπίο και μία φιγούρα που περπατάει στο τοπίο αυτό, είμαι.
τα πάντα κολλάνε πάνω στο δέρμα μου. Το κορμί μου είναι σαν να κολυμπάς μέσα σε τσαλακωμένα χαρτάκια απο τσίχλες... μυρωδιές πρωινού σαπουνιού... ξεραμένα φύλλα που μούλιασαν στο βρόχινο νερό... καπνός τσιγάρου που μόλις έχεις στρίψει..."


"Είμαι ένα τοπίο εγώ"... είπε...
ο χειμώνας δε με χωράει πια.. Είμαι ένα τοπίο και τα μαλλιά μου γλύφουν ηδονικά τους ώμους... το κορμί μου είναι σαν να κολυμπάς σε γουλιές Galliano... σε πάγο που λιώνει αργά σε ξένο στέρνο... σε βλέμματα νυχτερινά που ξεπλένουν τη μέρα απο πάνω σου"... "είμαι ένα τοπίο εγώ"...

Και χωρίς προειδοποίηση την άγγιξα...

"Είμαι ένα τοπίο εγώ"... είπα...











Δευτέρα 9 Μαρτίου 2009

"Deja Vous"

Υπήρχαν φορές που ο ναύτης είχε οράματα. Έβλεπε μια γυναίκα να κολυμπάει παράλληλα με την πορεία του πλοίου, να χώνεται κάτω από την καρίνα του, και όποτε γυρνούσε ανάσκελα τα δύο πιο λευκά παλλόμενα στήθη που είχε αντικρίσει ποτέ του, ξεπρόβαλαν πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας...

Κάθε μέρα ακουμπούσε το κεφάλι του στην οξειδωμένη κουπαστή και κάρφωνε τα μάτια του στα πότε πράσινα και πότε μπλε απόνερα, μήπως αυτή εμφανιστεί ξανά, έστω και για μια τελευταία φορά...


Ένοιωθε επιθυμίες να στροβιλίζονται στα πιο αφιλόξενα κομμάτια του κεφαλιού του μέσα και να υποκύπτει σαν εκκρεμές που λάθεψε το χρόνο.
Η πλήρη εναρμόνισή του βρισκόταν στην απόσταση που κάνει τα πάντα να φαίνονται πιο μεγάλα. Ο χρόνος μεγεθύνει ότι αφήνει πίσω του. Και τα δικά του χαμένα πράγματα, είχαν γίνει τεράστια και πόσο ήθελε να φτύσει την απόσταση αυτή. Να την πνίξει μέσα στο ίδιο του το σάλιο.
Ακόμα και οι μνήμες των σκιών τους όταν ξεπροβάλλουν, σκοτεινιάζουν ένα ολόκληρο σύμπαν, χτίζουν σε δευτερόλεπτα πόλεις ολόκληρες χωρίς να υπάρχει η ελπίδα να παραπέσει έστω και μικρή λέξη τους για να αλλοιωθούν και εξαφανιστούν.Να τη φτύσει την απόσταση ήθελε, να την τελειώσει σαν κλεψύδρα λειψή από χρόνο.

Και τότε την είδε...
Ρούφηξε όσο οξυγόνο μπόρεσε και βούτηξε με το κεφάλι μέσα, μεσοπέλαγα, για να ακουμπήσει αυτή την λευκή σάρκα που ξεπρόβαλε ,που ήξερε ότι η αρμύρα θα τον έκανε να πιει μέχρι θανάτου για να την γευτεί όπως ακριβώς της άξιζε.


Με λευκές και μωβ τεράστιες μέδουσες που ανοιγόκλειναν ολόγυρά του σαν μικρές ομπρέλες βρέθηκε αναμέσα και το χαλασμένο εκκρεμές του, του εμφάνισε μια πόλη, τότε που ήταν μικρό αγόρι, που πέτρες πολύχρωμες ήταν πετράδια, όμορφα τόσο, όσο για να κερδίσουν το χαμόγελο του κοριτσιού της διπλανης πόρτας.


Ακόμα και τότε που ήταν αγόρι, δεν είχε μπει στον κόπο για να να μαζέψει ούτε μια πέτρα, ούτε ένα τόσο δα κομμάτι ψεύτικης χαράς.
Δεν το έκανε γιατί ήξερε, ήξερε ότι ακόμα και ένα σακούλι γεμάτο από αυτό το "όπιο", δε θα έφτανε για να τον αγαπήσει έστω και ένα κορίτσι, ακόμα και το κορίτσι που έμενε στο σπίτι δίπλα στο δικό του... αυτό με το λευκό δέρμα που τόσο ήθελε να αγγίξει.

Το εκκρεμές βαρούσε ασυγχρόνιστα...

Έμμονη ιδέα ήταν... όλη του η σκέψη, κατακόκκινη να περιμένει πότε θα καταβροχθιθεί από τον κορίτσι της διπλανής πόρτας.

Και όσο έπιανε τον εαυτό του να μην υπάρχει εξαιτίας της, τόσο και τον μισούσε... την μισούσε ... όσο και τις μέδουσες που κολυμπούσε δίπλα τους εκείνη τη στιγμή.

Όσο την μισούσε, όλο και πιο πολύ ήθελε να την παρακολουθεί, να την ακολουθεί και να προσπαθεί να μην τη χάνει από μπροστά του.

Και όσο επέμενε να την κοιτάζει, τόσο πιο όμορφη γίνονταν.. η σάρκα της πιο μαλακή.... πιο λευκή... και υπήρχαν στιγμές, που το μετάξι των μαλλιών της, τον έκανε να ξυπνάει με κομμένη την ανάσα του κάθε βράδυ...

Και τότε κατάλαβε ότι η ομορφιά της, ακόμα και μετά από τόσα χρόνια, είχε γίνει για εκείνον που κολυμπούσε τώρα, η θανατική ποινή του.

Και πέρασαν, μέρες και μήνες και χρόνια από τότε...

Και κανείς ποτέ δεν άκουσε ξανά για αυτόν το ναυτικό...

Έγινε ένας αγνοούμενος...

Σαν και αυτούς που εξαφανίζονται χωρίς να χάνονται ποτέ...

Aλλά που μόνο πεθαίνουν.



Παρασκευή 6 Μαρτίου 2009

"Tempo Presto Affettuoso"



Γρήγορα χρόνια αυτά... αδηφάγα...
Σου δίνουν την εντύπωση, ότι το μόνο που επιθυμούν είναι απλά να γείρουν...
Ίσως εμείς, είμαστε αυτοί που τα κουράζουμε.


Και λέω ίσως...

Γιατί δε θελω να τελειώσει άλλη μια πρόταση

με ερωτηματικό.

Kαι περνάει ο καιρός και διογκώνεται ο ζωτικός χώρος της νοσταλγίας... Και όμως δεν δείχνει υπέρβαρος... Μου είπαν ότι αυτο δεν διορθώνεται... ενώ εγώ, ίσως να τους απαντούσα στοργικά, ότι απλά το δέρμα αφήνεται κουρασμένο στα πιο μαλακά δάκτυλα του χρόνου...


Και λέω ίσως...

Γιατί δε θέλω να τελειώσει άλλη μια πρόταση

με ερωτηματικό.


Πέμπτη 5 Μαρτίου 2009

"Για να το μάθεις να το λές και εσύ..."


"Κατεβαίνει το φεγγάρι
έρχεται στη γη να δεί,
ποιό μαμούνι δεν κοιμάται,
ποιό λουλούδι... ποιό παιδί...?


















Κατεβαίνει απο μιά σκάλα,
μέσα σε χρυσή βροχή...
Το υποδέχεται το αγέρι,
η γαλήνη κι η σιωπή...




















Φέρνει βόλτα μες στους δρόμους,
στις αυλές, στους κήπους μπαίνει...
Σκαρφαλώνει στα μπαλκόνια,
στα παράθυρα ανεβαίνει...






















Κι όποιον βρίσκει να κοιμάται,
στο προσκεφαλό του πλάι...
ένα όλόχρυσο δωράκι,
χρυσανάλαφρα ακουμπάει
















Ποιό μαμούνι δεν κοιμάται...?

Ποιό λουλούδι, ποιό παιδί...?

Το χρυσό το φεγγαράκι...

... Μη το δεί..."





Για σένα... που μου είπες ότι μεγάλωσες πια... και μόνο γραμμένο θέλεις να το βλέπεις...

Για μένα... που μεγάλωσα πιά... και θα θελα,όσο τίποτα άλλο στον κόσμο να το άκουγα για μια τελευταία φορά... λίγο πρίν κοιμηθώ...

Για σένα... που θα το μάθεις να το λες και εσύ... εκεί, που θα καταλάβεις τι σημαίνει να αγαπάς και να αγαπιέσαι χωρίς αντίτιμο...




Τρίτη 3 Μαρτίου 2009

"Ιστορίες Καφέ"





Σήμερα το απόγευμα έξω απο γνωστή φίρμα, αλυσίδας καφέ, ανακάλυψα πόσο ευτυχισμένη πρέπει να νοιώθω για τον "δρόμο" που βρίσκομαι.


Μια ουρά γύρω στα 10 άτομα να περιμένουν και είναι η σειρά ενός, με καθ' όλη την σημασία της λέξης γιάπη, γύρω στα σαράντα.


Πωλήτρια: Τι θα πάρετε...?

Γιάπης: Μμμ...
Πωλήτρια: ...

Γιάπης:..... (απλά κοιτώντας τον κατάλογο με τις επιλογές καφέ που έχει)

Πωλήτρια: Κύριε, ξέρετε, επειδή περιμένει και άλλος κόσμος πίσω σας, αν μπορείτε...
Γιάπης: Λοιπόν... έναν φρεντο-κάτι παρακαλώ...

Πωλήτρια: Μικρό... Μεγάλο...?

Γιάπης:....


(στο βάθος έχει αρχίσει και ακούγεται αμυδρά το προϊόν του εκνευρισμού της "ουράς")

Πωλήτρια:... Μικρό...? Μεγάλο...? (παρακαλεστά σχεδόν)
Γιάπης: Να δώ το μέγεθος του ποτηριού για να σας πώ αν θέλω μικρό ή μεγάλο?


(έχει αρχίσει η "ουρά" και αποκτά τη δική της αυτόβουλη ζωή και κινείται περίεργα)

Πωλήτρια:... ορίστε το μικρό και το μεγάλο....
Γιάπης: Ωραία, πολύ ωραία... το μεγάλο μέγεθος παρακαλώ

Πωλήτρια: (διστάζοντας να ρωτήσει ξανά)... Ντεκαφεινέ ή κανονικό?
Γιάπης:... (μονολογώντας) απόγευμα είναι... καλύτερα.... Ντεκαφεινέ
Πωλήτρια:Ζάχαρη? Κανονική ή ασπαρτάμη?
Γιάπης:... Κανονική... ..... ασπαρτάμη... όχι κανονική...
Πωλήτρια: ... Γάλα?
(με φωνή λυγισμένη) κανονικό ή άπαχο?
Γιάπης:... ... .... άπαχο... Αλλά όχι... κανονικό βάλτε αλλά λιγότερο.
Πωλήτρια: (χαμογελαστή) Όρίστε! Ο επόμενος παρακαλώ!


( Η "ουρά" στρέφοντας απορήμενα σύσωμη το κεφάλι στον άνθρωπο που έκανε 15' να αποφασίσει για τον καφέ του,τον κοιτάζει επιδεικτικά υποτιμητικά καθώς αποχωρεί, και η πωλήτρια με το κουταλάκι να στάζει ακόμα καφέδες θυμάται ότι απλά είχε ξεχάσει να του ζητήσει να της δώσει χρήματα για τον καφέ που μόλις του είχε φτιάξει).

Μετά απο όλα αυτά κατάλαβα, ότι τέτοια μαγαζιά είναι ότι πρέπει για άτομα που δεν έχουν την παραμικρή δυνατότητα του επιλέγειν, όπως και την παραμικρή ιδέα για το τι κάνουν στη ζωή και ποιοί πραγματικά είναι και όμως μπορούν με 4 ευρώ να πάρουν όχι μόνο ένα φρέντο-κάτι, αλλά και να αποδείξουν σε κάποιους για το πόσο ευτυχισμένοι πρέπει να είναι με τον υπάρχων εαυτό τους.